- αλλοιόμορφος
- η , ο [ος , ον ] иной, отличный (от чего-л.), несходный (с чём-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλοιόμορφος — η, ο (Α ἀλλοιόμορφος, ον) αυτός που έχει μεταβαλλόμενη μορφή, ο παράδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοῖος + μορφος < μορφή] … Dictionary of Greek
ἀλλοιομόρφους — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιομόρφῳ — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλοιόμορφοι — ἀλλοιόμορφος strangely formed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek